- νεόφονος
- νεόφονος, -ον (Α)(ποιητ. τ.)1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + φόνος (< θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί-φονος, μελισσόφονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.